Ο Κ. Μητσοτάκης δεν αυτοκυριαρχείται, μοιάζει αποσταθεροποιημένος προσωπικά, δεν είναι ψύχραιμος, δεν έχει υπομονή, αρνείται να δει την πραγματικότητα, δεν ακούει πάρα μόνο όσα θέλει να ακούσει
Γιώργος Παπαχρήστος
Αν δει κανείς ψυχρά την υπόθεση με τις αυξήσεις και στα Σώματα Ασφαλείας, κατ’ ακολουθίαν των αυξήσεων που εξαγγέλθηκαν για το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων, θα κατατάξει την κρίση που τη συνόδευσε αυτοδικαίως στην κατηγορία των τρικυμιών σε μισό ποτήρι. Ούτε καν γεμάτο. Διότι η νομοθεσία που έχει ψηφιστεί και ισχύει από ετών, προβλέπει ότι οποιαδήποτε αύξηση δοθεί είτε στις Ένοπλες Δυνάμεις είτε στα Σώματα Ασφαλείας, αυτομάτως συμπαρασύρει και τα υπόλοιπα σώματα. Αυτή είναι μια βασική αρχή την οποία αποκλείεται να αγνοούν είτε ο Πρωθυπουργός είτε οι δύο κορυφαίοι υπουργοί του οι οποίοι απαίτησαν δημοσίως τις αυξήσεις για τα Σώματα Ασφαλείας και έγιναν ως εκ τούτου αποδέκτες της πρωθυπουργικής εν μέρει δικαιολογημένης οργής. Διότι είναι μάλλον πρωτότυπο, ακόμη και για το γεμάτο «ιδιαιτερότητες» ελληνικό πολιτικό σύστημα, υπουργοί να απαιτούν από την κυβέρνησή τους να υιοθετήσει συνδικαλιστικά αιτήματα ενός κλάδου (οι υπηρετούντες στα Σώματα Ασφαλείας διεκδικούν παγίως μισθολογικές αυξήσεις).
Αλλά μήπως ήταν η μοναδική πρωτοτυπία που επισημάνθηκε σε αυτή την ιστορία; Οχι, βεβαίως. Είχε προηγηθεί άλλος υπουργός, ο κ. Δένδιας, να εξαγγέλλει ο ίδιος αυξήσεις για το στελεχιακό δυναμικό των Ενόπλων Δυνάμεων. Αντί του Πρωθυπουργού, που είθισται να διατηρεί για τον εαυτό του αυτό το είδος των εξαγγελιών, και να τις πιστώνεται πολιτικά για ευνόητους λόγους. Είναι άγνωστο αν ο κ. Μητσοτάκης εξεμάνη και κατά του κ. Δένδια πριν ξεσπάσει την οργή του κατά των κ.κ. Κικίλια και Γεωργιάδη. Ποσώς ενδιαφέρει άλλωστε.
Οπως δεν ενδιαφέρει και το γεγονός ότι το «αίτημα» των δύο υπουργών για αυξήσεις στα Σώματα Ασφαλείας βρήκε θετική ανταπόκριση μεταξύ των μελών της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της ΝΔ. Ετσι κι αλλιώς, στον απόηχο ενός ανασχηματισμού, ο οποίος εκτός από «θύματα» δημιουργεί ανακλαστικά και ικανό αριθμό δυσαρεσκειών εντός του κόμματος, κάτι τέτοια έως και αναμενόμενα μπορεί να τα θεωρήσει κανείς.
Διότι η παρέμβαση των κ.κ. Κικίλια και Γεωργιάδη (η αναφορά γίνεται με βάση τη σειρά που εκδηλώθηκαν), εκτός του ότι εκ των πραγμάτων επικαλύπτει τις αντιδράσεις των βουλευτών, επί της ουσίας φέρνει στο προσκήνιο το σοβαρό πολιτικό πρόβλημα με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπος εδώ και καιρό ο κ. Μητσοτάκης.
Πρόβλημα το οποίο είναι συνάρτηση αφενός της αδυναμίας του ίδιου να διαχειριστεί επαρκώς την κρίση που σοβεί εδώ και μήνες με το δυστύχημα των Τεμπών και αφετέρου της φθίνουσας δημοφιλίας του κόμματος. Και το οποίο στον πυρήνα του διαβλέπει κανείς τα πρώτα σπέρματα της αμφισβήτησής του.
Οι παρεμβάσεις των δύο, οι αντιδράσεις των βουλευτών στο ύφος και το περιεχόμενο του ανασχηματισμού, οι αλλεπάλληλες καταθέσεις ερωτήσεων στη Βουλή με έμφαση σε θέματα που «πονούν» την κυβέρνηση δημιουργούν την αίσθηση ότι η εποχή της παντοδυναμίας του κ. Μητσοτάκη αρχίζει να φλερτάρει με το παρελθόν. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα τα προηγούμενα σημειώνονται σε μια εποχή κατά την οποία ουσιαστικά αντίρροπες δυνάμεις στο εσωτερικό του κόμματος σχηματοποιούνται στην προοπτική μιας τελικής αναμέτρησης. Ετσι ώστε να προσομοιάζουν σε ένα επαναλαμβανόμενο, με αυξομειούμενους ρυθμούς, crash test των αντοχών του κ. Μητσοτάκη. Αντικειμενικά κρίνοντας τις αντιδράσεις του, παρατηρεί κανείς ότι παρουσιάζει εμφανή δείγματα αδυναμίας να δει καθαρά την κατάσταση και να ενεργήσει ανάλογα. Αντιδρά με παιδαριώδη τρόπο και δεν θυμίζει σε τίποτε τον στιβαρό αρχηγό της ΝΔ που κέρδισε τέσσερις – πέντε εκλογικές αναμετρήσεις με χαρακτηριστική άνεση.
Αν λ.χ. «τιμωρεί» τον κ. Γεωργιάδη μη επισκεπτόμενος το υπουργείο Υγείας ή τηλεφωνεί εν εξάλλω στον κ. Κικίλια, αυτά είναι ενδείξεις καθόλου καθησυχαστικές για το πολιτικό του μέλλον.
Δεν αυτοκυριαρχείται, μοιάζει αποσταθεροποιημένος προσωπικά, δεν είναι ψύχραιμος, δεν έχει υπομονή, αρνείται να δει την πραγματικότητα, δεν ακούει πάρα μόνο όσα θέλει να ακούσει και αντιδρά με τρόπο που δεν πείθει ότι θα υλοποιήσει τη βασική του εξαγγελία, ότι θα εξαντλήσει την 4ετία και θα διεκδικήσει μια τρίτη θητεία το 2027. Το κακό για τον κ. Μητσοτάκη είναι ότι αυτή η αίσθηση διατρέχει πλέον ολόκληρο τον κορμό της κυβέρνησης και της ΝΔ. Ουδείς, ίσως ούτε και ο ίδιος (!), πιστεύει σήμερα στην εξάντληση της 4ετίας, και η σχετική αναφορά αντιμετωπίζεται σαν να πρόκειται για γεγονός τού… επόμενου αιώνα, όχι σε δύο χρόνια από τώρα. Και αφήνω κατά μέρος τις προβλέψεις πολλών και διαφόρων, ότι πιθανόν οι εξελίξεις να είναι καταιγιστικές ακόμη και εντός του επόμενου εξαμήνου.